γνωμικοῦ

γνωμικοῦ
γνωμικός
normative
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • μένανδρος — I (Αθήνα 343/2 – 291 π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Υπήρξε ο κυριότερος εκπρόσωπος της νέας κωμωδίας, τα έργα της οποίας ήταν κωμωδίες με πλοκή, δίχως χορικά και βασισμένες στις περιπέτειες τύπων αστών· το είδος αυτό παρουσιάστηκε στα αθηναϊκά… …   Dictionary of Greek

  • Φημονόη — Κόρη του Απόλλωνα κατά την ελληνική μυθολογία. Η Φ. υπήρξε η πρώτη Πυθία των Δελφών. Σ’ εκείνη αποδίδεται η αναγραφή στον ναό του Απόλλωνα των Δελφών του γνωμικού «Γνώθι σαυτόν» …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”